- κοιλιη
- κοιλίηἡ ион. = κοιλία См. κοιλια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοιλίη — κοιλία cavity of the body fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλίῃ — κοιλία cavity of the body fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδιέξοδος — εὐδιέξοδος, ον (Α) αυτός που εξέρχεται με ευχέρεια («εὐδιέξοδος κοιλίη» εύκολη κένωση, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
κατάπυκνος — η, ο (AM κατάπυκνος, ον) πολύ πυκνός αρχ. 1. πολύ δυσκοίλιος («κοιλίη κατάπυκνος», Ιπποκρ.) 2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί κάτι πολλές φορές … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
ξυσματώδης — ξυσματώδης, ῶδες (Α) [ξύσμα] όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
πυριφλεγέθης — ες, Α αυτός που παρουσιάζει φλόγωση, πυριφλεγής («πυριφλεγέθης κοιλίη», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθης (< φλεγέθω, ποιητ. τ. τού φλέγω)] … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
συναποφέρω — Α 1. φέρω επίσης μαζί μου («πάντας κοιλίη συναπήνεγκεν», Ιπποκρ.) 2. μεταφέρω συγχρόνως μαζί μου («συναποφέρει τὸν ἀναβάτην», Γαλ.) 3. μέσ. συναποφέρομαι παρασύρω συγχρόνως μαζί μου … Dictionary of Greek